- κνημοδέτης
- οταινία που συγκρατεί τις κάλτσες, καλτσοδέτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. λαιμο-δέτης, μυστακο-δέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλτσοδέτα — η ελαστική ταινία με την οποία η κάλτσα συγκρατείται πάνω ή κάτω από το γόνατο, κνημοδέτης, γονατόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλτσοδέτης, ο, μεταπλασμός σε θηλ. γένος από το κάλτσα, η] … Dictionary of Greek